Πυθικῶν

Πυθικῶν
Πῡθικῶν , Πυθικός
of
fem gen pl
Πῡθικῶν , Πυθικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • πυθιονίκης — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθιονίκας, θηλ. πυθιονίκη και πυθονίκη, Α (το αρσ.) νικητής τών πυθικών αγώνων αρχ. 1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πυθιονίκη α) περιβόητη εταίρα αγαπημένη τού Αρπάλου, φίλου και θησαυροφύλακα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου β) προσωνυμία τής… …   Dictionary of Greek

  • Κλεισθένης — I (570; – 507; π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και νομοθέτης, ιδρυτής της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ήταν γιος του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας, Κλεισθένη (βλ. λ. παρακάτω). Μαζί με την οικογένειά του πέρασε τα… …   Dictionary of Greek

  • αφικτίονες — οι 1. οι μόνιμοι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων στις αμφικτιονίες (βλ. λ.). 2. οι πρόεδροι των πυθικών αγώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”